φωτοτακτισμός

φωτοτακτισμός
ο, Ν
1. βιολ. κατευθυνόμενη κίνηση ενός κινητού οργανισμού ως απόκριση σε ένα φωτεινό ερέθισμα
2. φρ. «θετικός φωτοτακτισμός»
βιολ. φωτοτακτισμός κατά τον οποίο ο οργανισμός κατευθύνεται προς το φωτεινό ερέθισμα
β) «αρνητικός φωτοτακτισμός»
βιολ. φωτοτακτισμός κατά τον οποίο ο οργανισμός απομακρύνεται από το φωτεινό ερέθισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phototactisme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτοταξία — η, Ν βιολ. ο φωτοτακτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phototaxis < φωτ(ο) * + τάξη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”